σχοινοβατώ

σχοινοβατώ
1. κάνω ακροβασίες.
2. μτφ., ακολουθώ μια πολύ επικίνδυνη τακτική.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σχοινοβατώ — Ν [σχοινοβάτης] 1. εκτελώ σχοινοβατικές ασκήσεις, είμαι σχοινοβάτης 2. μτφ. ακολουθώ ριψοκίνδυνη τακτική, ενεργώ ριψοκίνδυνα …   Dictionary of Greek

  • καλωβατώ — καλωβατῶ, έω (Α) βαδίζω πάνω σε σχοινί, σχοινοβατώ, είμαι σχοινοβάτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλως, ὁ «χοντρό σχοινί» + βατῶ (< βάτης ή βατος < βαίνω), πρβλ. αερο βατώ, ουρανο βατώ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”